- ιχθύωση
- ἡιατρ. βλ. ιχθύαση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιχθύωση — η αρρώστια του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Диффузная кератома — Ихтиоз МКБ 10 Q80. МКБ 9 757.1 DiseasesDB 6646 … Википедия
Сауриаз — Ихтиоз МКБ 10 Q80. МКБ 9 757.1 DiseasesDB 6646 … Википедия
ιχθύαση — και ιχθύωση, η δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό λεπιών επάνω στο δέρμα και απολέπιση τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ichtyose < νεολατ. ichtyosis < ichty (πρβλ. ιχθυ[ο] ) + osis. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek